- αδιακωμώδητος
- -η, -ο [διακωμωδώ]αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, δεν περιπαίχτηκε, δεν γελοιοποιήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιακωμώδητος — η, ο αυτός που δε διακωμωδήθηκε, δε γελοιοποιήθηκε: Ο Αριστοφάνης στα έργα του δεν αφήνει τίποτε αδιακωμώδητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)